- σαρώσῃς
- σαρόωsweep cleanaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
φωτογραφίδα — η, Ν (ηλεκτρον.) συσκευή μορφής μολυβδοκόνδυλου, εφοδιασμένη με δέκτη που είναι ευαίσθητος στο φωτεινό σήμα σάρωσης μιας καθοδικής οθόνης και ο οποίος επιτρέπει «διάλογο» μεταξύ τού χρήστη που την κρατεί και την κατευθύνει προς ένα σημείο τής… … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek
Μπίνιγκ, Γκερντ — (Gerd Binnig, Φρανκφούρτη 1947 ). Γερμανός φυσικός. Το 1973 αποφοίτησε από την σχολή φυσικής του Πανεπιστημίου Γκέτε της Φραγκφούρτης και το 1978 έλαβε το διδακτορικό τίτλο του από το ίδιο πανεπιστήμιο. Το ίδιο έτος εντάχθηκε στο επιστημονικό… … Dictionary of Greek